- πιεστός
- -ή, -ό / πιεστός, -ή, -όν, ΝΑ [πιέζω]αυτός που μπορεί να πιεσθεί, που μπορεί κάποιος να τόν πιέσει, που έχει τη δυνατότητα να συμπιέζεται, να ελαττώνεται κατά όγκο με την πίεση που ασκείται επάνω τουνεοελλ.1. πεπιεσμένος, ζουλημένος, αυτός που προήλθε από πίεση2. το ουδ. ως ουσ. το πιεστό(ν)η φυσική ιδιότητα τών σωμάτων να ελαττώνονται κατά όγκο από την επίδραση εξωτερικής πίεσης, αλλ. συμπιεστό(ν).
Dictionary of Greek. 2013.